- εκλήπτωρ
- ἐκλήπτωρ και ἐκλήμπτωρ, ο (AM)εργολήπτης, ανάδοχος έργουμσν.1. εισπράκτορας φόρων2. αυτός που παίρνει μισθό για κάποια υπηρεσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκλήπτωρ — contractor of works masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκληπτόρων — ἐκλήπτωρ contractor of works masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλήπτορα — ἐκλήπτωρ contractor of works masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλήπτορας — ἐκλήπτωρ contractor of works masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλήπτορες — ἐκλήπτωρ contractor of works masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλήπτορσι — ἐκλήπτωρ contractor of works masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλήπτορσιν — ἐκλήπτωρ contractor of works masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)